υδρογονωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρογονωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υδρογονώνω
Μετοχή επεξεργασία
υδρογονωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί υδρογόνωση
- υδρογονωμένα έλαια
- → δείτε τη λέξη υδρογονώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδρογονωμένος