Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδρογονωμένος η υδρογονωμένη το υδρογονωμένο
      γενική του υδρογονωμένου της υδρογονωμένης του υδρογονωμένου
    αιτιατική τον υδρογονωμένο την υδρογονωμένη το υδρογονωμένο
     κλητική υδρογονωμένε υδρογονωμένη υδρογονωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδρογονωμένοι οι υδρογονωμένες τα υδρογονωμένα
      γενική των υδρογονωμένων των υδρογονωμένων των υδρογονωμένων
    αιτιατική τους υδρογονωμένους τις υδρογονωμένες τα υδρογονωμένα
     κλητική υδρογονωμένοι υδρογονωμένες υδρογονωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρογονωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υδρογονώνω

  Μετοχή επεξεργασία

υδρογονωμένος, -η, -ο

  • υδρογονωμένα έλαια

  Μεταφράσεις επεξεργασία