υδροβόλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροβόλος < ελληνιστική κοινή ὑδροβόλος < αρχαία ελληνική ὕδωρ + βάλλω
Επίθετο επεξεργασία
υδροβόλος, -α, -ο
- που πετάει νερό
- Η ως τώρα ιστορία έχει δείξει ότι η χρήση υδροβόλου οχήματος κατά των ταραχών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο. (*)