Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδατοκαλλιέργεια οι υδατοκαλλιέργειες
      γενική της υδατοκαλλιέργειας των υδατοκαλλιεργειών
    αιτιατική την υδατοκαλλιέργεια τις υδατοκαλλιέργειες
     κλητική υδατοκαλλιέργεια υδατοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδατοκαλλιέργεια (νεολογισμός) < υδατο- + καλλιέργεια
 
εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδατοκαλλιέργεια θηλυκό

  1. (αλιεία) εκτροφή υδρόβιων οργανισμών με στόχο τη μελέτη τους ή την πώλησή τους
  2. (βοτανική) τεχνική καλλιέργειας φυτών κατά την οποία το φυσικό έδαφος αντικαθίσταται με υγρό διάλυμα
     συνώνυμα: υδροπονία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία