υδατοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδατοκαλλιέργεια (νεολογισμός) < υδατο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδατοκαλλιέργεια θηλυκό
- (αλιεία) εκτροφή υδρόβιων οργανισμών με στόχο τη μελέτη τους ή την πώλησή τους
- (βοτανική) τεχνική καλλιέργειας φυτών κατά την οποία το φυσικό έδαφος αντικαθίσταται με υγρό διάλυμα
Συγγενικά
επεξεργασία- υδατοκαλλιεργητής
- υδατοκαλλιεργητικός
- → δείτε τις λέξεις ύδωρ και καλλιεργώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδατοκαλλιέργεια
υδροπονία
|