υδατοκαλλιεργητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδατοκαλλιεργητής < υδατο- + -καλλιεργητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδατοκαλλιεργητής αρσενικό
- (αλιεία, επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με την υδατοκαλλιέργεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδατοκαλλιεργητής
|