Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδατοκαλλιεργητικός η υδατοκαλλιεργητική το υδατοκαλλιεργητικό
      γενική του υδατοκαλλιεργητικού της υδατοκαλλιεργητικής του υδατοκαλλιεργητικού
    αιτιατική τον υδατοκαλλιεργητικό την υδατοκαλλιεργητική το υδατοκαλλιεργητικό
     κλητική υδατοκαλλιεργητικέ υδατοκαλλιεργητική υδατοκαλλιεργητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδατοκαλλιεργητικοί οι υδατοκαλλιεργητικές τα υδατοκαλλιεργητικά
      γενική των υδατοκαλλιεργητικών των υδατοκαλλιεργητικών των υδατοκαλλιεργητικών
    αιτιατική τους υδατοκαλλιεργητικούς τις υδατοκαλλιεργητικές τα υδατοκαλλιεργητικά
     κλητική υδατοκαλλιεργητικοί υδατοκαλλιεργητικές υδατοκαλλιεργητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδατοκαλλιεργητικός < υδατοκαλλιεργητής + -ικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδατοκαλλιεργητικός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία