υγράλατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυγράλατος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που διατηρείται σε υγρή άλμη
- ≈ συνώνυμα: παστός, αλίπαστος
- Στη λαϊκή, στη Βαρβάκειο Κεντρική Αγορά, στα μαγαζιά με παραδοσιακά προϊόντα και στις ειδικές προθήκες που στήνουν τα μεγάλα σουπερμάρκετ εν όψει των ημερών, θα βρείτε υγράλατο μπακαλιάρο. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υγράλατος
|