υαλοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υαλοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υαλοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
υαλοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υαλοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
υαλοποιημένος
υαλοποιημένος, -η, -ο