Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλοποιημένος η υαλοποιημένη το υαλοποιημένο
      γενική του υαλοποιημένου της υαλοποιημένης του υαλοποιημένου
    αιτιατική τον υαλοποιημένο την υαλοποιημένη το υαλοποιημένο
     κλητική υαλοποιημένε υαλοποιημένη υαλοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλοποιημένοι οι υαλοποιημένες τα υαλοποιημένα
      γενική των υαλοποιημένων των υαλοποιημένων των υαλοποιημένων
    αιτιατική τους υαλοποιημένους τις υαλοποιημένες τα υαλοποιημένα
     κλητική υαλοποιημένοι υαλοποιημένες υαλοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υαλοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υαλοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

υαλοποιημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία