υαλοποιημένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
υαλοποιημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του υαλοποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του υαλοποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υαλοποιημένος