τύμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τύμμᾰ | τὰ | τύμμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | τύμμᾰτος | τῶν | τυμμᾰ́των |
δοτική | τῷ | τύμμᾰτῐ | τοῖς | τύμμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | τύμμᾰ | τὰ | τύμμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | τύμμᾰ | τύμμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τύμμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τυμμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατύμμα, -ατος ουδέτερο
- πλήγμα, χτύπημα, ιδίως δάγκωμα φιδιού ή εντόμου
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1430 (1429-1430)
- ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων | τύμμα τύμματι τεῖσαι.
- Μα θα ᾽ρθει η μέρα, δίχως φίλους, καταφρονεμένη, | μάχαιραν έδωσες, μάχαιρα να λάβεις.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων | τύμμα τύμματι τεῖσαι.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Νομεῖς, στιχ. 55 (54-55)
- [ΚΟΡΥΔΩΝ] ναὶ ναί, τοῖς ὀνύχεσσιν ἔχω τέ νιν· ἅδε καὶ αὐτά. | [ΒΑΤΤΟΣ] ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα, καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει.
- [ΚΟΡΥΔΩΝ] Το ᾽πιασα με τα νύχια μου· νά, κοίταξέ το, Βάττε. | [ΒΑΤΤΟΣ] Πόσο μικρό τ᾽ αγκύλωμα και πόσο πόνο κάνει!
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- ΣτΕ: Ο ποιητής αναφέρεται σε μία αγκίδα από ένα αγκάθι, που έχει μπει στο πόδι.
- [ΚΟΡΥΔΩΝ] ναὶ ναί, τοῖς ὀνύχεσσιν ἔχω τέ νιν· ἅδε καὶ αὐτά. | [ΒΑΤΤΟΣ] ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα, καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει.
- ※ 1ος πκε κε αιώνας, Μάρκος Αργεντάριος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 32, @perseus.tufts.edu, @anthologiagraeca.org
- ποιεῖς πάντα, Μέλισσα, φιλανθέος ἔργα μελίσσης:
οἶδα καὶ ἐς κραδίην τοῦτο, γύναι, τίθεμαι.
καὶ μέλι μὲν στάζεις ὑπὸ χείλεσιν ἡδὺ φιλεῦσα:
ἢν δ᾽ αἰτῇς, κέντρῳ τύμμα φέρεις ἄδικον.- Μέλισσα, πράττεις όλα τα έργα της μέλισσας που αγαπάει τα λουλούδια.
Το ξέρω, γυναίκα, αυτό και το φυλάω στην καρδιά μου.
Γιατί και μέλι σταλάζεις με τα χείλη σου, καθώς (με) γλυκοφιλάς,
μα κάθε φορά που ζητάς χρήματα, μου καταφέρνεις με το κεντρί σου άδικο τσίμπημα. - Μετάφραση: Μαρία Η. Πετρίδου, Φιλίππου Στέφανος: Μάρκος Αργεντάριος, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Ιωάννινα, 2005, σελ. 40
- Μέλισσα, πράττεις όλα τα έργα της μέλισσας που αγαπάει τα λουλούδια.
- ποιεῖς πάντα, Μέλισσα, φιλανθέος ἔργα μελίσσης:
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1430 (1429-1430)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τύπτω
Πηγές
επεξεργασία- τύμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τύμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.