τσοχανταραίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσοχανταραίος < τουρκική çuhadar (=αξιωματικός στην υπηρεσία του σουλτάνου, ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα) < çuha (=τσόχα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσοχανταραίος αρσενικό
- (ιστορία) (παρωχημένο) άλλη μορφή του τζοχανταραίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσοχανταραίος
|