Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζοχανταραίος οι τζοχανταραίοι
      γενική του τζοχανταραίου των τζοχανταραίων
    αιτιατική τον τζοχανταραίο τους τζοχανταραίους
     κλητική τζοχανταραίε τζοχανταραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζοχανταραίος < τουρκική çuhadar (=αξιωματικός στην υπηρεσία του σουλτάνου, ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα) < çuha (=τσόχα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζοχανταραίος αρσενικό

  1. (ιστορία) επίλεκτος σωματοφύλακας
    ※ Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι (δημοτικό, Της Λένως Μπότσαρη)
  2. (μεταφορικά, υβριστικό, παρωχημένο, στον πληθυντικό) όρχεις

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία