πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζοχανταραίος οι τζοχανταραίοι
      γενική του τζοχανταραίου των τζοχανταραίων
    αιτιατική τον τζοχανταραίο τους τζοχανταραίους
     κλητική τζοχανταραίε τζοχανταραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζοχανταραίος αρσενικό

  1. (ιστορία) επίλεκτος σωματοφύλακας
      Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι (δημοτικό, Της Λένως Μπότσαρη)
  2. (μεταφορικά, υβριστικό, παρωχημένο, στον πληθυντικό) όρχεις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία