τζοχανταραίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζοχανταραίος < τουρκική çuhadar (=αξιωματικός στην υπηρεσία του σουλτάνου, ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα) < çuha (=τσόχα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζοχανταραίος αρσενικό
- (ιστορία) επίλεκτος σωματοφύλακας
- ※ Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι (δημοτικό, Της Λένως Μπότσαρη)
- (μεταφορικά, υβριστικό, παρωχημένο, στον πληθυντικό) όρχεις
Άλλες μορφές επεξεργασία
- τσοχανταραίος
- τσοχαδαραίος
- τσοχαδάρης
- τσοχαντάρης
- τζοχαντάρης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσόχα