Δείτε επίσης: τσουγκάνι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουκάνι τα τσουκάνια
      γενική του τσουκανιού των τσουκανιών
    αιτιατική το τσουκάνι τα τσουκάνια
     κλητική τσουκάνι τσουκάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσουκάνι < ελληνιστική κοινή τυκάνη ή σλαβικής προέλευσης tṩukan

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡suˈka.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσου‐κά‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσουκάνι ουδέτερο

  1. κουδούνι ζώου
    άλλες μορφές: τροκάνι, τσοκάνα, τσουκάνα, τσοκάνι
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη τροκάνα
  2. το γλωσσίδι κουδουνιού
  3. σφυρί για το πελέκημα της πέτρας
  4. είδος αλωνιστικής μηχανής που την σέρνουν υποζύγια
     συνώνυμα: δουκάνη, βουκάνη (Κύπρος), αθκάνη (Σέρρες)
  5. (ψάρι) (διάλεκτος της περιοχής της Καστοριάς) μικρός νεαρός κυπρίνος, ψάρι του γλυκού νερού του είδους Cyprinus carpio)
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη κυπρίνος
    Πήγαμε για ψάρεμα στη λίμνη, αλλά βγάλαμε μόνο λίγα τσουκάνια.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία