τροκάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροκάνα | οι | τροκάνες |
γενική | της | τροκάνας | των | (τροκανών) |
αιτιατική | την | τροκάνα | τις | τροκάνες |
κλητική | τροκάνα | τροκάνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροκάνα < (ηχομιμητική λέξη) + -άνα κατά το ροκάνα[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροκάνα θηλυκό
- μεγάλο και χονδρό κουδούνι για ζώα (γίδια, πρόβατα) για να μπορούν να τα εντοπίσουν οι βοσκοί αν απομακρυνθούν από το κοπάδι
- συνώνυμο του ροκάνα, ξύλινο κρόταλο
Παράγωγα επεξεργασία
- τροκάνι (μικρότερο κουδούνι)
Συνώνυμα επεξεργασία
για το κουδούνι αιγοπροβάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροκάνα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τροκάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας