τροκάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τροκάνι | τα | τροκάνια |
γενική | του | τροκανιού | των | τροκανιών |
αιτιατική | το | τροκάνι | τα | τροκάνια |
κλητική | τροκάνι | τροκάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροκάνι < τροκάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροκάνι ουδέτερο
- μικρή τροκάνα, κουδουνάκι που κρεμούν στα μικρά ζώα
- (μουσικό όργανο) λαϊκό μουσικό όργανο, τροκάνα με σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου (όχι στρογγυλεμένο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τροκάνι
|