Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τροκάνι τα τροκάνια
      γενική του τροκανιού των τροκανιών
    αιτιατική το τροκάνι τα τροκάνια
     κλητική τροκάνι τροκάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τροκάνι προβάτου

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροκάνι < τροκάν(α) + υποκοριστικό επίθημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροκάνι ουδέτερο

  1. μικρή τροκάνα, κουδουνάκι που κρεμούν στα μικρά ζώα
  2. (μουσικό όργανο) λαϊκό μουσικό όργανο, τροκάνα με σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου (όχι στρογγυλεμένο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία