↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσακνοπόδαρος η τσακνοπόδαρη το τσακνοπόδαρο
      γενική του τσακνοπόδαρου της τσακνοπόδαρης του τσακνοπόδαρου
    αιτιατική τον τσακνοπόδαρο την τσακνοπόδαρη το τσακνοπόδαρο
     κλητική τσακνοπόδαρε τσακνοπόδαρη τσακνοπόδαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσακνοπόδαροι οι τσακνοπόδαρες τα τσακνοπόδαρα
      γενική των τσακνοπόδαρων των τσακνοπόδαρων των τσακνοπόδαρων
    αιτιατική τους τσακνοπόδαρους τις τσακνοπόδαρες τα τσακνοπόδαρα
     κλητική τσακνοπόδαροι τσακνοπόδαρες τσακνοπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακνοπόδαρος < τσάκν(ο) + -ο- + -πόδαρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tsa.knoˈpo.ða.ros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κνο‐πό‐δα‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

τσακνοπόδαρος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κ[αλλισθένης]. Χουρμουζιάδης, «Το Τσακήλι των Μετρών. Γλωσσάριον» [β΄ μέρος], Θρακικά, 15 (1941), σελ. 283.