τσάκνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσάκνο | τα | τσάκνα |
γενική | του | τσάκνου | των | τσάκνων |
αιτιατική | το | τσάκνο | τα | τσάκνα |
κλητική | τσάκνο | τσάκνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσάκνο < μεσαιωνική ελληνική τσάκνον
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσάκνο ουδέτερο
- (οικείο) (ιδιωματικό) ξερό κλαδάκι ή φλούδα κλαδιού
- (οικείο) (ιδιωματικό) (μεταφορικά) πολύ αδύνατο παιδάκι (ή ανθρώπινο μέλος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσάκνο
|