τσίπης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσίπης | οι | τσίπηδες |
γενική | του | τσίπη | των | τσίπηδων |
αιτιατική | τον | τσίπη | τους | τσίπηδες |
κλητική | τσίπη | τσίπηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσίπης < άμεσο δάνειο από την αγγλική cheap + -ης, ή cheapie + -ς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈt͡si.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσί‐πης
- ομόηχο: Τσίπης
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσίπης αρσενικό (θηλυκό τσίπισσα)
- (αργκό) που αγοράζει μόνο φτηνά, και συνήθως χαμηλής ποιότητας, πράγματα· φτηνιάρης, τσιγκούνης
- ※ Δεν ήταν τσίπης. Δεν υπολόγιζε ούτε τα λεφτά. Ήταν σκορποχέρης, αλλά με σκοπό.
- Ιερώνυμος Λύκαρης, Το ρομάντζο των καθαρμάτων (Αθήνα: Καστανιώτης, 2011, ISBN 9789600353150) [1].
- ※ Δεν ήταν τσίπης. Δεν υπολόγιζε ούτε τα λεφτά. Ήταν σκορποχέρης, αλλά με σκοπό.
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- επώνυμο: Τσίπης (χωρίς ετυμολογική συνάφεια, αρβανίτικο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσίπης
|