τσίπικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσίπικος | η | τσίπικη | το | τσίπικο |
γενική | του | τσίπικου | της | τσίπικης | του | τσίπικου |
αιτιατική | τον | τσίπικο | την | τσίπικη | το | τσίπικο |
κλητική | τσίπικε | τσίπικη | τσίπικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσίπικοι | οι | τσίπικες | τα | τσίπικα |
γενική | των | τσίπικων | των | τσίπικων | των | τσίπικων |
αιτιατική | τους | τσίπικους | τις | τσίπικες | τα | τσίπικα |
κλητική | τσίπικοι | τσίπικες | τσίπικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατσίπικος, -η, -ο
- (αργκό) που αναφέρεται στη συμπεριφορά του τσίπη ή σχετίζεται με αυτήν· φτηνιάρικος, τσιγκούνικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσίπικος
|