τσάγαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσάγαλο | τα | τσάγαλα |
γενική | του | τσάγαλου | των | τσάγαλων |
αιτιατική | το | τσάγαλο | τα | τσάγαλα |
κλητική | τσάγαλο | τσάγαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσάγαλο < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاغلا (çağla, άγουρο αμύγδαλο), στην τουρκικά < περσική چغاله (čağâle, άγουρος καρπός) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈt͡sa.ɣa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσά‐γα‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσάγαλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, τρόφιμο) χλωρό αμύγδαλο
- άλλες μορφές: τσάγαλου (ουδέτερο)
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσάγαλο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τσάγαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας