Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τσάγαλου < οθωμανική τουρκική چاغلا (çağala, çağla) [στα τουρκικά çağla (τσάγαλο)], «τσάγαλα», που θεωρήθηκε πληθυντικός αριθμός ουδετέρου[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈt͡sa.ɣa.lu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσά‐γα‐λου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσάγαλου ουδέτερο

Παράγωγα επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τσάγαλου : κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τσάγαλου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 299.