ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τριχοφυής τὸ τριχοφυές
      γενική τοῦ/τῆς τριχοφυοῦς τοῦ τριχοφυοῦς
      δοτική τῷ/τῇ τριχοφυεῖ τῷ τριχοφυεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τριχοφυ τὸ τριχοφυές
     κλητική ! τριχοφυές τριχοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τριχοφυεῖς τὰ τριχοφυ
      γενική τῶν τριχοφυῶν τῶν τριχοφυῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τριχοφυέσ(ν) τοῖς τριχοφυέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τριχοφυεῖς τὰ τριχοφυ
     κλητική ! τριχοφυεῖς τριχοφυ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τριχοφυεῖ τὼ τριχοφυεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τριχοφυοῖν τοῖν τριχοφυοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριχοφυής (ελληνιστική κοινή) < θρίξ + φύω

  Επίθετο

επεξεργασία

τριχοφυής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία