τριχοφυής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | τριχοφυής | τὸ | τριχοφυές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | τριχοφυοῦς | τοῦ | τριχοφυοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | τριχοφυεῖ | τῷ | τριχοφυεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | τριχοφυῆ | τὸ | τριχοφυές | ||
κλητική ὦ! | τριχοφυές | τριχοφυές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | τριχοφυεῖς | τὰ | τριχοφυῆ | ||
γενική | τῶν | τριχοφυῶν | τῶν | τριχοφυῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | τριχοφυέσῐ(ν) | τοῖς | τριχοφυέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | τριχοφυεῖς | τὰ | τριχοφυῆ | ||
κλητική ὦ! | τριχοφυεῖς | τριχοφυῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριχοφυεῖ | τὼ | τριχοφυεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τριχοφυοῖν | τοῖν | τριχοφυοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριχοφυής (ελληνιστική κοινή) < θρίξ + φύω
Επίθετο
επεξεργασίατριχοφυής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) που κάνει τις τρίχες να μεγαλώνουν
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 2, 76.18 @scaife.perseus
- τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖ τριχοφυὲς εἶναι ἀλωπεκιῶν καὶ χιμετλιῶσιν ἁρμόζει.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 2, 76.18 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τριχοφυής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.