χιμετλιάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιμετλιάω (ελληνιστική κοινή) < χιμέτλη
Ρήμα
επεξεργασίαχιμετλιάω (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) έχω «χιονίστρες»
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χιμετλιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.