τριποδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριποδικός < μεσαιωνική ελληνική τριποδικός, λόγιο δάνειο από τη γαλλική tripode.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε τρίποδ(ας) + -ικός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾi.po.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐πο‐δι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίατριποδικός, -ή, -ό
- που στηρίζεται πάνω σε τρία πόδια
- ※ Μία ανδρική μορφή όρθια, στραμμένη προς τα δεξιά, κρατάει στο δεξί χέρι αντικείμενο με τρεις κυματιστές γραμμές, ενώ στο αριστερό κρατάει πτηνό. Μπροστά στα πόδια της εικονίζεται δεύτερο πτηνό, που αγγίζει με το ράμφος του τη λαβή ενός τριποδικού λέβητα, μέσα στον οποίο βρίσκεται τρίτο πτηνό.
- Περιγραφή εκθέματος «Πώμα κάλπης» της Μόνιμης έκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακελείου από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού
- ※ Μία ανδρική μορφή όρθια, στραμμένη προς τα δεξιά, κρατάει στο δεξί χέρι αντικείμενο με τρεις κυματιστές γραμμές, ενώ στο αριστερό κρατάει πτηνό. Μπροστά στα πόδια της εικονίζεται δεύτερο πτηνό, που αγγίζει με το ράμφος του τη λαβή ενός τριποδικού λέβητα, μέσα στον οποίο βρίσκεται τρίτο πτηνό.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριποδικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τριποδικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- τριποδικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατριποδικός
- ο σχετικός ή αναφερόμενος στην τριποδία
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .