τραχωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾa.xo.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐χω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίατραχωματικός -ή, ό
- (παρωχημένο, ιατρική) που αναφέρεται στο τράχωμα ή σχετίζεται με αυτό· πρόσωπο που πάσχει από τράχωμα (ουσιαστικοποιημένο)
- ※ Οι εξετασθέντες ασθενείς κατανέμονται ως εξής: Άνδρες 946 εξ ων 250 ήτοι τα 27% τραχωματικοί […] Παιδία 1932 εξ ων 711 ήτοι τα 37% τραχωματικά
- τόμος: Μιχαήλ Αντ. Δανέζης (επιμ.), Σαντορίνη. Αθήνα, 1940, σ. LI του ειδικού ένθετου για «Το Οφθαλμιατρείον Θήρας “Η Αγία Βαρβάρα”»
- ※ Κυριακή Χρυσού-Καρατζά: Τραχώματα και τραχωματικοί στη Σαντορίνη τον 20ο αιώνα. Η Σαντορίνη ήταν ένα από τα μέρη της Ελλάδας που επλήγησαν πολύ από την οφθαλμική νόσο του τραχώματος. Η ανακοίνωση αποσκοπεί στο να παρουσιάσει τις αιτίες εξάπλωσης της νόσου, […]
- από τις «Περιλήψεις ανακοινώσεων», σ. 29 του «Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου: Λαϊκή Ιατρική και Ιατρική Επιστήμη. Σχέσεις Αμφίδρομες, 7 - 11 Μαρτίου 2012», διαθέσιμο στον ιστότοπο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-09-18
- ※ Οι εξετασθέντες ασθενείς κατανέμονται ως εξής: Άνδρες 946 εξ ων 250 ήτοι τα 27% τραχωματικοί […] Παιδία 1932 εξ ων 711 ήτοι τα 37% τραχωματικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραχωματικός
|