τραχανάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραχανάς < τουρκική tarhana < οθωμανική τουρκική ترخانه (tarhana) < περσική ترخوانه (tarxʷâna: σούπα γιαουρτιού)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραχανάς αρσενικό
- (γαστρονομία) ζυμαρικό για σούπα φτιαγμένο από αλεύρι, γάλα και αβγά καθώς και η ίδια η σούπα
- ο τραχανάς διακρίνεται σε ξινό και γλυκό
- (μεταφορικά) ανόητος
- τι λες ρε, τραχανά!
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τραχανάς στη Βικιπαίδεια