τράφηξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τράφηξ | οἱ | τράφηκες |
γενική | τοῦ | τράφηκος | τῶν | τραφήκων |
δοτική | τῷ | τράφηκῐ | τοῖς | τράφηξῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | τράφηκᾰ | τοὺς | τράφηκᾰς |
κλητική ὦ! | τράφηξ | τράφηκες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τράφηκε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τραφήκοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τράφηξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατράφηξ αρσενικό (και τράπηξ)
- δοκός
- (αρχιτεκτονική) επιστύλια δοκός που στηριζόταν στα κιονόκρανα των κιόνων
- σανίδα
- κομμάτι ξύλου
- χάραξ
- παλούκι
- δόρυ
- πινακωτή
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Τ
- <τράφηξ>· χάραξ. σκόλοψ. ἔνιοι δὲ τὸ δόρυ. ἄλλοι τὸ τῆς νεὼς χεῖλος
- ※ ΕΜ.764.35 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
- Τράφηξ, τράφηκος, παρὰ Λυκόφρονι ἡ ὑπότλακος βάσις. λέγεται δὲ καὶ τὸ τῆς νεὼς χεῖλος, ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται· νῦν δὲ τὸ ξύλον ἔνθα τιθέασι τὸν ἄρτον.
Πηγές
επεξεργασία- τράφηξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.