↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τράφηξ οἱ τράφηκες
      γενική τοῦ τράφηκος τῶν τραφήκων
      δοτική τῷ τράφηκ τοῖς τράφηξ(ν)
    αιτιατική τὸν τράφηκ τοὺς τράφηκᾰς
     κλητική ! τράφηξ τράφηκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τράφηκε
γεν-δοτ τοῖν  τραφήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τράφηξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τράφηξ αρσενικό (και τράπηξ)

  1. δοκός
  2. (αρχιτεκτονική) επιστύλια δοκός που στηριζόταν στα κιονόκρανα των κιόνων
  3. σανίδα
  4. κομμάτι ξύλου
  5. χάραξ
  6. παλούκι
  7. δόρυ
  8. πινακωτή
  • ※  Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Τ
    <τράφηξ>· χάραξ. σκόλοψ. ἔνιοι δὲ τὸ δόρυ. ἄλλοι τὸ τῆς νεὼς χεῖλος
  • ※  ΕΜ.764.35Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
    Τράφηξ, τράφηκος, παρὰ Λυκόφρονι ἡ ὑπότλακος βάσις. λέγεται δὲ καὶ τὸ τῆς νεὼς χεῖλος, ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται· νῦν δὲ τὸ ξύλον ἔνθα τιθέασι τὸν ἄρτον.