↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοτεμικός η τοτεμική το τοτεμικό
      γενική του τοτεμικού της τοτεμικής του τοτεμικού
    αιτιατική τον τοτεμικό την τοτεμική το τοτεμικό
     κλητική τοτεμικέ τοτεμική τοτεμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοτεμικοί οι τοτεμικές τα τοτεμικά
      γενική των τοτεμικών των τοτεμικών των τοτεμικών
    αιτιατική τους τοτεμικούς τις τοτεμικές τα τοτεμικά
     κλητική τοτεμικοί τοτεμικές τοτεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοτεμικός < τοτέμ + -ικός < γαλλική totem[1] < αγγλική totem[1] < οτζίμπουε (o)doodem(an)

  Επίθετο

επεξεργασία

τοτεμικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία