Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τοπολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τοπολογικ
ός
η
τοπολογικ
ή
το
τοπολογικ
ό
γενική
του
τοπολογικ
ού
της
τοπολογικ
ής
του
τοπολογικ
ού
αιτιατική
τον
τοπολογικ
ό
την
τοπολογικ
ή
το
τοπολογικ
ό
κλητική
τοπολογικ
έ
τοπολογικ
ή
τοπολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τοπολογικ
οί
οι
τοπολογικ
ές
τα
τοπολογικ
ά
γενική
των
τοπολογικ
ών
των
τοπολογικ
ών
των
τοπολογικ
ών
αιτιατική
τους
τοπολογικ
ούς
τις
τοπολογικ
ές
τα
τοπολογικ
ά
κλητική
τοπολογικ
οί
τοπολογικ
ές
τοπολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τοπολογικός
<
τοπολογία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
τοπολογικός
που έχει
σχέση
με την
τοπολογία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
τοπολογία
,
τόπος
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τοπολογικός
γαλλικά
:
topologique
(fr)