τομαρένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τομαρένιος | η | τομαρένια | το | τομαρένιο |
γενική | του | τομαρένιου | της | τομαρένιας | του | τομαρένιου |
αιτιατική | τον | τομαρένιο | την | τομαρένια | το | τομαρένιο |
κλητική | τομαρένιε | τομαρένια | τομαρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τομαρένιοι | οι | τομαρένιες | τα | τομαρένια |
γενική | των | τομαρένιων | των | τομαρένιων | των | τομαρένιων |
αιτιατική | τους | τομαρένιους | τις | τομαρένιες | τα | τομαρένια |
κλητική | τομαρένιοι | τομαρένιες | τομαρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /to.maˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐μα‐ρέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίατομαρένιος, -α, -ο [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία τομαρένιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τομαρένιος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)