τοκοχρεωλυτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοκοχρεωλυτικός < τοκοχρεωλύσιο + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
τοκοχρεωλυτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- τοκοχρεωλυτικώς
- → δείτε τις λέξεις τόκος, χρεολύσιο, χρέος και λύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοκοχρεωλυτικός
|