τοκοχρεολυτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοκοχρεολυτικός < τοκοχρεολύσιο + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
τοκοχρεολυτικός
- που έχει σχέση με το τοκοχρεολύσιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοκοχρεολυτικός
|