Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τοκοχρεωλύσιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τοκοχρεωλύσι
ο
τα
τοκοχρεωλύσι
α
γενική
του
τοκοχρεωλυσί
ου
&
τοκοχρεωλύσι
ου
των
τοκοχρεωλυσί
ων
αιτιατική
το
τοκοχρεωλύσι
ο
τα
τοκοχρεωλύσι
α
κλητική
τοκοχρεωλύσι
ο
τοκοχρεωλύσι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τοκοχρεωλύσιο
<
τόκος
+
-ο-
+
χρεωλύσιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τοκοχρεωλύσιο
ουδέτερο
(
οικονομία
)
άλλη γραφή του
τοκοχρεολύσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τοκοχρεωλύσιο
→
δείτε
τη λέξη
τοκοχρεολύσιο