↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τμηματοποίηση οι τμηματοποιήσεις
      γενική της τμηματοποίησης* των τμηματοποιήσεων
    αιτιατική την τμηματοποίηση τις τμηματοποιήσεις
     κλητική τμηματοποίηση τμηματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τμηματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τμηματοποίηση < τμήμα + -ο- + -ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική segmentation[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τμηματοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τμηματοποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)