Ουσιαστικό

επεξεργασία

segmentation (en)

  1. κατάτμηση
      ενικός         πληθυντικός  
segmentation segmentations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

segmentation (fr) θηλυκό

  1. η διαίρεση σε τμήματα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη segment