Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
segment
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
segment
segments
Ουσιαστικό
επεξεργασία
segment
(fr)
αρσενικό
το
τμήμα
(
γεωμετρία
)
segment de droite
,
segment
:
ευθύγραμμο
τμήμα
Συγγενικά
επεξεργασία
segmentaire
segmental
segmentation
segmenter