ενικός         πληθυντικός  
segment segments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

segment (fr) αρσενικό

  1. το τμήμα
  2. (γεωμετρία) segment de droite, segment: ευθύγραμμο τμήμα

Συγγενικά

επεξεργασία