segmentaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
segmentaire | segmentaires |
Επίθετο επεξεργασία
segmentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αποτελούμενος από πολλά τμήματα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη segment
ενικός | πληθυντικός |
segmentaire | segmentaires |
segmentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό