Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τιμωρητέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τιμωρητέ
ος
η
τιμωρητέ
α
το
τιμωρητέ
ο
γενική
του
τιμωρητέ
ου
της
τιμωρητέ
ας
του
τιμωρητέ
ου
αιτιατική
τον
τιμωρητέ
ο
την
τιμωρητέ
α
το
τιμωρητέ
ο
κλητική
τιμωρητέ
ε
τιμωρητέ
α
τιμωρητέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τιμωρητέ
οι
οι
τιμωρητέ
ες
τα
τιμωρητέ
α
γενική
των
τιμωρητέ
ων
των
τιμωρητέ
ων
των
τιμωρητέ
ων
αιτιατική
τους
τιμωρητέ
ους
τις
τιμωρητέ
ες
τα
τιμωρητέ
α
κλητική
τιμωρητέ
οι
τιμωρητέ
ες
τιμωρητέ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τιμωρητέος
<
αρχαία ελληνική
τιμωρητέος
Επίθετο
επεξεργασία
τιμωρητέος, -α, -ο
που υπόκειται σε
τιμωρία
που πρέπει να
τιμωρηθεί
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αξιοτιμώρητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τιμωρητέος
αγγλικά
:
punishable
(en)
γαλλικά
:
punissable
(fr)