Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιμωρητέος η τιμωρητέα το τιμωρητέο
      γενική του τιμωρητέου της τιμωρητέας του τιμωρητέου
    αιτιατική τον τιμωρητέο την τιμωρητέα το τιμωρητέο
     κλητική τιμωρητέε τιμωρητέα τιμωρητέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιμωρητέοι οι τιμωρητέες τα τιμωρητέα
      γενική των τιμωρητέων των τιμωρητέων των τιμωρητέων
    αιτιατική τους τιμωρητέους τις τιμωρητέες τα τιμωρητέα
     κλητική τιμωρητέοι τιμωρητέες τιμωρητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμωρητέος < αρχαία ελληνική τιμωρητέος

  Επίθετο επεξεργασία

τιμωρητέος, -α, -ο

  1. που υπόκειται σε τιμωρία
  2. που πρέπει να τιμωρηθεί

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία