τηλεστερεοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τηλεστερεοσκόπιο | τα | τηλεστερεοσκόπια |
γενική | του | τηλεστερεοσκόπιου & τηλεστερεοσκοπίου |
των | τηλεστερεοσκόπιων & τηλεστερεοσκοπίων |
αιτιατική | το | τηλεστερεοσκόπιο | τα | τηλεστερεοσκόπια |
κλητική | τηλεστερεοσκόπιο | τηλεστερεοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεστερεοσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεστερεοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεστερεοσκόπιο
|