τηλεκίνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλεκίνηση | οι | τηλεκινήσεις |
γενική | της | τηλεκίνησης* | των | τηλεκινήσεων |
αιτιατική | την | τηλεκίνηση | τις | τηλεκινήσεις |
κλητική | τηλεκίνηση | τηλεκινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεκινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεκίνηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Telekinese[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική télékinésie[1] < αρχαία ελληνική τηλε- + κίνησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεκίνηση θηλυκό
- η (υποθετική) ικανότητα των ανθρώπων να μετακινούν αντικείμενα αποκλειστικά με τη δύναμη του μυαλού τους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- τηλεκινητικά
- τηλεκινητικός
- → δείτε τις λέξεις τηλε- και κινώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεκίνηση
- ↑ 1,0 1,1 τηλεκίνηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)