τζαμπατζίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζαμπατζίδικος < τζαμπατζ(ής) + -ίδικος
Επίθετο
επεξεργασίατζαμπατζίδικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τζαμπατζή ή αναφέρεται σ’ αυτόν και την συμπεριφορά του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τζάμπα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζαμπατζίδικος
|