↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραχλωριούχος η τετραχλωριούχα το τετραχλωριούχο
      γενική του τετραχλωριούχου της τετραχλωριούχας του τετραχλωριούχου
    αιτιατική τον τετραχλωριούχο την τετραχλωριούχα το τετραχλωριούχο
     κλητική τετραχλωριούχε τετραχλωριούχα τετραχλωριούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραχλωριούχοι οι τετραχλωριούχες τα τετραχλωριούχα
      γενική των τετραχλωριούχων των τετραχλωριούχων των τετραχλωριούχων
    αιτιατική τους τετραχλωριούχους τις τετραχλωριούχες τα τετραχλωριούχα
     κλητική τετραχλωριούχοι τετραχλωριούχες τετραχλωριούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραχλωριούχος < τετρα- + χλωριούχος

  Επίθετο

επεξεργασία

τετραχλωριούχος, -α, -ο

  1. (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της τέσσερα άτομα χλωρίου
    τετραχλωριούχος άνθρακας (CCl4, χρησιμοποιείται για να αφαιρεί λεκέδες)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία