Δείτε επίσης: τετράποδος, Τετράποδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράποδο τα τετράποδα
      γενική του τετράποδου των τετράποδων
    αιτιατική το τετράποδο τα τετράποδα
     κλητική τετράποδο τετράποδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράποδο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τετράποδος < ελληνιστική κοινή τετράποδος < αρχαία ελληνική τετράπους

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teˈtɾa.po.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐τρά‐πο‐δο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράποδο ουδέτερο

  1. κάθε ζώο που είναι μέλος της υπερομοταξίας των Τετραπόδων, χορδωτό ζώο που έχει τέσσερα άκρα
  2. (προσφώνηση, μειωτικό) προσφώνηση για άνθρωπο κουτό, αγράμματο
     συνώνυμα: ζώο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τετράποδο