τερπενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερπενικός < αγγλική terpenic < terpene < λατινική terebinthina < αρχαία ελληνική τερέβινθος (αντιδάνειο)
Επίθετο επεξεργασία
τερπενικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τερπένιο