↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερπενικός η τερπενική το τερπενικό
      γενική του τερπενικού της τερπενικής του τερπενικού
    αιτιατική τον τερπενικό την τερπενική το τερπενικό
     κλητική τερπενικέ τερπενική τερπενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερπενικοί οι τερπενικές τα τερπενικά
      γενική των τερπενικών των τερπενικών των τερπενικών
    αιτιατική τους τερπενικούς τις τερπενικές τα τερπενικά
     κλητική τερπενικοί τερπενικές τερπενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερπενικός < αγγλική terpenic < terpene < λατινική terebinthina < αρχαία ελληνική τερέβινθος (αντιδάνειο)

  Επίθετο

επεξεργασία

τερπενικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία