↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυμετρικός η ταχυμετρική το ταχυμετρικό
      γενική του ταχυμετρικού της ταχυμετρικής του ταχυμετρικού
    αιτιατική τον ταχυμετρικό την ταχυμετρική το ταχυμετρικό
     κλητική ταχυμετρικέ ταχυμετρική ταχυμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυμετρικοί οι ταχυμετρικές τα ταχυμετρικά
      γενική των ταχυμετρικών των ταχυμετρικών των ταχυμετρικών
    αιτιατική τους ταχυμετρικούς τις ταχυμετρικές τα ταχυμετρικά
     κλητική ταχυμετρικοί ταχυμετρικές ταχυμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυμετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachymetric[1] < αρχαία ελληνική ταχύς + μέτρον

  Επίθετο

επεξεργασία

ταχυμετρικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ταχυμετρικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)