↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχυμεταφορέας οι ταχυμεταφορείς
      γενική του ταχυμεταφορέα των ταχυμεταφορέων
    αιτιατική τον ταχυμεταφορέα τους ταχυμεταφορείς
     κλητική ταχυμεταφορέα ταχυμεταφορείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυμεταφορέας < ταχυ- + μεταφορέας (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική courier

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταχυμεταφορέας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία