Ετυμολογία

επεξεργασία
κούριερ < αγγλική courier < αγγλονορμανδική courrier < παλαιά γαλλική coreor < corir (τρέχω) / corre < λατινική currere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱers- (τρέχω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈku.ɾi.eɾ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούριερ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούριερ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία