κούριερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κούριερ < αγγλική courier < αγγλονορμανδική courrier < παλαιά γαλλική coreor < corir (τρέχω) / corre < λατινική currere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱers- (τρέχω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακούριερ ουδέτερο άκλιτο
- ταχυδρομική ή μεταφορική εταιρεία ή υπηρεσία που μεταφέρει (σε σύντομο χρονικό διάστημα) δέματα ή γράμματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακούριερ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- (επάγγελμα) υπάλληλος ταχυδρομικής ή μεταφορικής εταιρείας ή υπηρεσίας που μεταφέρει (σε σύντομο χρονικό διάστημα) δέματα ή γράμματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κούριερ
|