Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχυδιανομέας οι ταχυδιανομείς
      γενική του ταχυδιανομέα των ταχυδιανομέων
    αιτιατική τον ταχυδιανομέα τους ταχυδιανομείς
     κλητική ταχυδιανομέα ταχυδιανομείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυδιανομέας < ταχυ- + διανομέας (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική courier)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταχυδιανομέας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία