ταχυεργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυεργός < ελληνιστική κοινή ταχυεργός / ταχυεργής < αρχαία ελληνική ταχυεργία < ταχύς + ἔργον
Επίθετο
επεξεργασίαταχυεργός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταχυεργός
|