Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταυτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταυτισμέν
ος
η
ταυτισμέν
η
το
ταυτισμέν
ο
γενική
του
ταυτισμέν
ου
της
ταυτισμέν
ης
του
ταυτισμέν
ου
αιτιατική
τον
ταυτισμέν
ο
την
ταυτισμέν
η
το
ταυτισμέν
ο
κλητική
ταυτισμέν
ε
ταυτισμέν
η
ταυτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταυτισμέν
οι
οι
ταυτισμέν
ες
τα
ταυτισμέν
α
γενική
των
ταυτισμέν
ων
των
ταυτισμέν
ων
των
ταυτισμέν
ων
αιτιατική
τους
ταυτισμέν
ους
τις
ταυτισμέν
ες
τα
ταυτισμέν
α
κλητική
ταυτισμέν
οι
ταυτισμέν
ες
ταυτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ταυτισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ταυτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταυτισμένος
γαλλικά
:
identifié
(fr)