↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταραντούλα οι ταραντούλες
      γενική της ταραντούλας των ταραντουλών
    αιτιατική την ταραντούλα τις ταραντούλες
     κλητική ταραντούλα ταραντούλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταραντούλα < μεσαιωνική λατινική tarantula < παλαιοϊταλική tarantola < Taras < αρχαία ελληνική Τάρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταραντούλα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία